- βρουχιέμαι
- βρουχίζομοι, βρουχίζω αμετ. βρουχ(ι)ούμαι прям. , перен. реветь, рычать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρουχιέμαι — και βρουχιούμαι ήθηκα, μουγκρίζω άγρια, ουρλιάζω δυνατά, βρυχιέμαι: Τα λιοντάρια βρουχιούνται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)